Η Παναγία
Η παναγία είναι ένα παραδοσιακό χωριό της Θάσου με πλούσια ιστορία και με πολλές, δυστυχώς άγνωστες πτυχές. Πρόκειται για ένα απ’ τα σημαντικότερα και πλουσιότερα χωριά του νησιού. Χτίστηκε πριν από 300 χρόνια περίπου, αλλά στα βυζαντινά χρόνια υπήρχε οικισμός που είχε τα όνομα “Αναστάσιον”.
Δεν ξέρουμε πότε πήρε το σημερινό του όνομα. Λίγο μετά την επανάσταση του 1821, έγινε και πρωτεύουσα του νησιού. Η τοποθεσία όπου βρίσκεται, μια χαράδρα στα πλευρά του βουνού, το κάνει να μη φαίνεται από τα ανοιχτά της θάλασσας. Τα σπίτια έχουν σκεπαστούς εξώστες (σαχνισιά), έχουν στέγες από σχιστόλιθο και στο εσωτερικό τους έχουν ξύλινη επένδυση. Η εκκλησία του χωριού είναι μεγάλη, κι έχει εντοιχισμένους αρχαίους λίθους.
Τόσο η ονομασία του χωριού όσο και η ύπαρξη 11 εξωκλησιών δηλώνουν την έντονη θρησκευτικότητα των κατοίκων. Ξεχωρίζουν το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου που είναι κτισμένο το 1818, το εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Χαραλάμπους, που είναι κτισμένο το 1820, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που είναι κτισμένο το 1825, του Αγίου Παντελεήμονα, του Αγίου Γεωργίου που είναι κτισμένο το 1835 και της Παναγίας που είναι άμεσα κτισμένο το 1845. Σημαντική είναι η εκκλησία της Παναγίας, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική και οικονομική ζωή του χωριού. Η ιστορία αυτού του ναού είναι άμεσα είναι συνδεδεμένη με την ιστορία του χωριού με κάποια όμως κενά κυρίως στα χρόνια μετά την Άλωση και ως τα τέλη του 17 ου αιώνα.
Δυστυχώς, η ακριβής ημερομηνία που χτίστηκε η εκκλησία δεν είναι γνωστή. Αν κρίνουμε όμως από το γεγονός ότι το χωριό πήρε το όνομά του από την εκκλησία, τότε θα πρέπει να είναι προγενέστερη του 1821, του έτους της Ελληνικής Επανάστασης. Η εκκλησία, Σύμφωνα με την παράδοση, εγκαινιάστηκε από τον μητροπολίτη Άνθιμο. Τον 18ο αιώνα, οι κάτοικοι της αρχαίας πόλης της Θάσου αναγκάστηκαν, λόγω πειρατικών επιδρομών, να φύγουν προς το εσωτερικό του νησιού και να εγκατασταθούν στην παναγία ενώ οι κάτοικοι έφτασαν στην παναγία 1770, όταν φάνηκε ο εκεί ρωσικός στόλος. Έτσι λοιπόν αυξήθηκε σημαντικά ο πληθυσμός του χωριού και δημιουργήθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη εκκλησία.
Οι εργασίες άρχισαν το 1831, υπό την επίβλεψη και την εργασία καστοριανών μαστόρων, οι οποίοι γνώριζαν άριστα την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Χρήματα για το ξεκίνημα των εργασιών έδωσαν οι προύχοντες Σωτήριος Αυγουστής, Αυγερινός και Χατζής Κωνσταντίνος, του οποίου υπάρχει επιτύμβια πλάκα στον περίβολο της εκκλησίας. Επειδή όμως τα χρήματα αυτά δεν έφταναν για την αποπεράτωση του επιβλητικού ναού, ζητήθηκε βοήθεια από το Άγιο Όρος. Η μονή που βοήθησε ήταν η μονή Βατοπεδίου, που ήταν και η πιο εύρωστη οικονομικά. Έτσι, η εκκλησία παραμένει ημιτελής ως προς το ύψος της. Το 1881, ολοκληρώθηκε το νέο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, που φιλοτεχνήθηκε από βολιώτες τεχνίτες. Οι καστοριανοί τεχνίτες, έδωσαν στην εκκλησία πολλά χαρακτηριστικά των βυζαντινών εκκλησιών της Καστοριάς. Ο τρούλος είναι υπερυψωμένος και οκταγωνικός. Η κόγχη του Αγίου Βήματος είναι επίσης οκταγωνικό ημικύκλιο. Το μήκος της φτάνει τα 27.50 μέτρα, το πλάτος της 18.60 ενώ το ύψος της είναι 18 μέτρα.
Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με μαρμάρινες πλάκες από την περιοχή της Παναγίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν μαρμάρινες πέτρες από ερείπια αρχαίων ναών της Θάσου. Ο ρυθμός του ναού είναι βασιλική με τρούλο, με τρία εσωτερικά κλίτη και με ημικυλινδρικούς θόλους .
Στο χωριό έχει άφθονα τρεχούμενα νερά και την πλατεία του την σιάζει ένα πελώριο πλατάνι. Θαυμάσια είναι κι η θέα που έχει το χωριό, στα βουνά, στον κάμπο και στην πεδιάδα.
Σ’ ένα τέταρτο της ώρας ποδαρόδρομο από την Παναγιά, φτάνουμε στην «Δρακότρυπα». Είναι μια σπηλιά με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, που όμως δεν έχει εξερευνηθεί σ’ όλη της την έκταση και σ’ όλο της το βάθος.
Τη σκάλα της Παναγιάς, την ονομάζουμε σήμερα Χρυσή Αμμουδιά. Κοντά σ’ ένα αρχαίο πηγάδι του χωριού, σώζονται τα θεμέλια από ένα αρχαίο οικοδόμημα των κλασικών χρόνων. Από κει, ξεκινά ένα μονοπάτι, που βγάζει στο ακρωτήρι του Πύργου. Το ακρωτήρι αυτό πήρε τ’ όνομα του από έναν πύργο που έχτισε εκεί ο Θάσιος Ακήρατος κατά τον 5ο π.χ. αι. Ο πύργος αυτός έπαιζε το ρόλο του φάρου. Δίπλα στον φάρο υπάρχει ο τάφος του Ακήρατου με την εξής επιγραφή «Είμαι το μνήμα του Ακήρατου, γιού του Φραστηρίδη. Και κείτομαι στην άκρη του καραβοστασιού, σώζοντας τα πλοία που ταξιδεύουν και τους ναύτες. Αλλά χαίρετε».